μορίες

μορίες
μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῑται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στοιχάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές 2. το θηλ. ἡ στοιχάς είδος τού αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους 3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες (ενν. νήσοι) σειρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”